- ατράφαξη
- (atraphaxis). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των πολυγωνιδών με 20 περίπου είδη, ιθαγενή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, δυτικής και κεντρικής Ασίας. Είναι θάμνος συνήθως αγκαθωτός έως 1 μ. ύψους, με φύλλα σε δέσμες. Τα άνθη του είναι άσπρα ή ρόδινα, μικρά και απέταλα και ο καρπός του αχαίνιο. Είναι φυτά καλλωπιστικά, που ευδοκιμούν σε πορώδη εδάφη σε ηλιόλουστες θέσεις, ιδιαίτερα σε πετρώδεις επικλινείς περιοχές. Στην Ελλάδα φυτρώνει το είδος το γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η βιλλαρδιέρεια, με άνθη κόκκινα. Φυτρώνει κυρίως σε ορεινά μέρη της Στερεάς, της Εύβοιας και της Κρήτης.
Dictionary of Greek. 2013.